ἐξ-ακοντισμός
1ἀκοντισμός — emission masc nom sg …
2ακοντισμός — ο (Α ἀκοντισμός) [ἀκοντίζω] η ακόντιση* νεοελλ. αγώνισμα κατά το οποίο ρίχνεται έντεχνα το ακόντιο σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση με πνεύμα συναγωνισμού μσν. (για υγρά) ανάβρυσμα, αναπήδημα …
3ἀκοντισμοῖς — ἀκοντισμός emission masc dat pl …
4ἀκοντισμοί — ἀκοντισμός emission masc nom/voc pl …
5ἀκοντισμοῦ — ἀκοντισμός emission masc gen sg …
6ἀκοντισμούς — ἀκοντισμός emission masc acc pl …
7ἀκοντισμῷ — ἀκοντισμός emission masc dat sg …
8ἀκοντισμόν — ἀκοντισμός emission masc acc sg …
9ακόντιο — Όπλο και αθλητικό όργανο ρίψης, το οποίο αποτελείται από ένα κοντάρι με μεταλλική αιχμή. Στην αρχαία Ελλάδα το χρησιμοποιούσαν και με τις δύο του αυτές ιδιότητες. Ως όπλο ήταν μικρό δόρυ που το χρησιμοποιούσαν σε συγκρούσεις από μικρή απόσταση… …
10αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …
- 1
- 2