ἐξ-αγώγιμος
1ἀγώγιμος — capable of being carried masc/fem nom sg …
2αγώγιμος — η, ο (Α ἀγώγιμος, ον) αυτός που μπορεί εύκολα να μεταφερθεί, να μετακομιστεί νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να ικανοποιηθεί δικαστικώς (με αγωγή) 2. αυτός που έχει την ιδιότητα να μεταβιβάζει τη θερμότητα ή τον ηλεκτρισμό αρχ. (για πρόσωπα) 1. αυτός …
3ἀγώγιμον — ἀγώγιμος capable of being carried masc/fem acc sg ἀγώγιμος capable of being carried neut nom/voc/acc sg …
4ἀγωγίμοις — ἀγώγιμος capable of being carried masc/fem/neut dat pl …
5ἀγωγίμους — ἀγώγιμος capable of being carried masc/fem acc pl …
6ἀγωγίμων — ἀγώγιμος capable of being carried masc/fem/neut gen pl …
7ἀγωγίμῳ — ἀγώγιμος capable of being carried masc/fem/neut dat sg …
8ἀγώγιμα — ἀγώγιμος capable of being carried neut nom/voc/acc pl …
9ἀγώγιμοι — ἀγώγιμος capable of being carried masc/fem nom/voc pl …
10-ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… …
- 1
- 2