ἐξ ὠνῆς
1ὠνῆς — ὠνή buying fem gen sg (attic epic ionic) …
2ωνούμαι — έομαι, ΜΑ, και κρητ. τ. μτχ. ενεστ. ὠνώμενος, ένη, ον, Α 1. αγοράζω 2. διαπραγματεύομαι κάτι, παζαρεύω 2. (ειδικότερα) α) (με δοτ. προσ.) αγοράζω κάτι από κάποιον β) (με γεν. και σπάν. με δοτ. τής τιμής) αγοράζω κάτι αντί ενός χρηματικού ποσού 3 …
3θεατρώνης — ο (Α θεατρώνης) νεοελλ. θεατρικός επιχειρηματίας που διατηρεί θίασο ηθοποιών με έξοδά του, εργολάβος θεάτρου αρχ. (στην αρχ. Αθήνα), ο πολίτης που εισέπραττε από τους θεατές ως δικαίωμα εισόδου το «θεωρικόν»* και σε αντάλλαγμα πλήρωνε ενοίκιο… …
4θαμώνας — ο 1. αυτός που συχνάζει, που επισκέπτεται συχνά έναν τόπο («θαμώνας καφενείου») 2. πελάτης καταστήματος («θαμώνας παντοπωλείου»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λόγια λέξη η οποία πλάστηκε αρχικά (1846) με τον τ. θαμώνης από τον Ιω. Ισ. Σκυλίτση, για να… …
5ισχαδώνης — ἰσχαδώνης, ὁ (Α) αυτός που αγοράζει ξηρά σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, άδος + ώνης (< ώνοῡμαι «αγοράζω»), πρβλ. καρπ ώνης, οπωρ ώνης] …
6καρπώνης — καρπώνης, ὁ (Α) ο αγοραστής καρπών, ο έμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. θεατρ ώνης, τελ ώνης] …
7κοπρώνης — κοπρώνης, ὁ (Α) 1. αυτός που νοίκιαζε και εκμεταλλευόταν την κόπρο 2. αυτός που καθάριζε τους δρόμους από τις ακαθαρσίες, οδοκαθαριστής («ὁ κοπρώνης ἀλγεῑ καὶ ὀδυνᾱται ὅτι μὴ ἀπήλλακται τοῡ ταλαιπώρου καὶ ἐπονειδίστου εἶναι δοκοῡντος… …
8κτηματώνης — κτηματώνης, ὁ (Α) επιγρ. επίτροπος ναού που αγοράζει κτήματα υπέρ τού ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + κατάλ. ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. θεατρ ώνης, τελ ώνης] …
9νομώνης — νομώνης, βοιωτ. τ. νομώνας, ὁ (Α) υπάλληλος που ενοικίαζε δημόσιους τόπους για βοσκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομός / νομή + ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. θεατρ ώνης, τελ ώνης] …
10οινώνης — οἰνώνης, ὁ (Α) (κατά τον Φώτ.) «ἔμπορος οἴνου». [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. καρπ ώνης, τελ ώνης] …