ἐξ ἴσου ῥεπομένων

  • 1μεταλγώ — μεταλγῶ, έω (Α) 1. αισθάνομαι πόνο μετέπειτα 2. μτφ. μετανοώ («τί τῶνδ ἐξ ἴσου ῥεπομένων μεταλγεῑς τὸ δίκαιον ἔρξαι;» Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἀλγῶ «πονώ» (< ἄλγος)] …

    Dictionary of Greek