ἐξ ἐπιδρομῆς
1ἐπιδρομῆς — ἐπιδρομέω pres ind act 2nd sg (doric) ἐπιδρομή running over fem gen sg (attic epic ionic) …
2наитиѥ — НАИТИ|Ѥ (9*), ˫А с. 1. Приход, появление: оставивъ цр҃квьны˫а сѹди наитьѥ сътвори (ἔφоδоν) КЕ XII, 162а; ни мирьска˫а чади наитi˫а паче женьскаго вида... да не бѹдѹть в манастыри. КН 1280, 509а; то же КВ к. XIV, 285в. 2. Нашествие, нападение: не… …
3нашьствиѥ — НАШЬСТВИ|Ѥ (32), ˫А с. 1.Появление, приход: и бываѥть ти чьсти величьство. нашествиѥ томлени˫а болша. (ἐφόδιον!) ПНЧ 1296, 155 об.; по семь бы(с) громныи гла(с) и облакъ нашьствиѥ. Пр 1383, 142а; въ ѹтробѣ д҃вчи поносисѧ на очище(н)е д҃ши и тѣлу …
4Ακάθιστος Ύμνος — Ύμνος της Ορθόδοξης Εκκλησίας που ψάλλεται σε ιδιαίτερη ακολουθία (την Ακάθιστο) κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ο ύμνος αυτός είναι από τα έμμετρα λυρικά χριστιανικά εγκώμια που αποτελούνται από ένα προοιμιακό τροπάριο και από μια σειρά στροφών, με …
5αεράμυνα — Η οργάνωση των πολεμικών μέσων και των πολιτών μιας χώρας, με αντικειμενικό σκοπό την εξουδετέρωση της εχθρικής απειλής που εκδηλώνεται από τον αέρα. Η α. είναι ενεργή και παθητική. Την ενεργή συγκροτούν τα αεροπλάνα αναχαίτισης των εχθρικών, τα… …
6ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε …
7επιδρομή — η (AM ἐπιδρομή) 1. αιφνιδιαστική και γρήγορη επίθεση ή εισβολή («οι επιδρομές τών βαρβάρων») 2. αιφνιδιαστική και βίαιη μετακίνηση ή εμφάνιση («επιδρομή ακρίδων», «κυμάτων ἐπιδρομή)» αρχ. 1. κίνηση προς τα εμπρός 2. σύντομη, βιαστική μελέτη ή… …
8εφορμή — ἐφορμή, ἡ (Α) 1. δρόμος, τόπος επιδρομής, είσοδος για να εφορμήσει κάποιος 2. προσβολή, επίθεση 3. επιχείρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το εφορμώ*] …
9λεοντάρι — I Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 289 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 43 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. Η περιοχή… …
10συναγερμός — ο, ΝΑ, και συναγυρμός Α [συναγείρω] συνάθροιση, σύναξη («ἐγένετο παλλαϊκὸς συναγερμός», Δαμάσκ. Αρχ.) νεοελλ. 1. η σε έκτακτες περιστάσεις αιφνίδια πρόσκληση και συγκέντρωση πλήθους 2. προειδοποιητικό σήμα για κίνδυνο 3.στρ. η κατά το δυνατόν… …