ἐξῐκόμην

  • 1ἐξικόμην — ἐξῑκόμην , ἐξικνέομαι reach aor ind mid 1st sg ἐξικνέομαι reach aor ind mid 1st sg (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2εξικνούμαι — (AM ἐξικνοῡμαι, έομαι) φτάνω (α. «ώς εκεί εξικνείται το θράσος του» β. «Φθίην ἐξικόμην ἐριβώλακα») αρχ. μσν. 1. φθάνω κάπου, διανύω μιαν απόσταση («πρὶν τόξευμα ἐξικνεῑσθαι») 2. επαρκώ («ἐφ ἅ δὲ αὐτὸς οὐκ ἐξικνεῑτο») αρχ. έρχομαι ως ικέτης.… …

    Dictionary of Greek