ἐξόν

  • 11είδος — το (AM εἶδος) 1. η εξωτερική όψη τών πραγμάτων, μορφή, σχήμα 2. στον πληθ. διάφορα αντικείμενα για ορισμένη χρήση το καθένα μσν. νεοελλ. 1. υλική ποιότητα («οὐκ ἐξὸν ἀπαριθμεῑν τὸ εἶδος τών πραγμάτων», Διγ.) 2. πράγμα μσν. στον πληθ. α)… …

    Dictionary of Greek

  • 12εκτός — (I) ἑκτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που μπορεί κανείς να τον έχει, να τον αποκτήσει 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑκτά οι ιδιότητες τής ουσίας (κατά τους Στωικούς). (II) επίρρ. (AM ἐκτός) 1. έξω, μακριά, προς τα έξω («στῆ δ ἐκτὸς κλισίης», Ιλ. Ξ) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 13καταβάδην — (Α) επίρρ. κατεβαίνοντας, σαν να κατεβαίνεις, με τα πόδια προς τα κάτω, σε θέση ανθρώπου που κάθεται («ἀναβάδην ποιεῑς ἐξὸν καταβάδην;» γράφεις τους στίχους σου αναποδογυρισμένος, με τα πόδια προς τα πάνω, ενώ είναι δυνατόν να τούς γράφεις… …

    Dictionary of Greek

  • 14παρθενεύω — ΜΑ [παρθένος] 1. (το ενεργ. και το μέσ.) (ως αμτβ.) (για γυναίκα) διάγω παρθενικό βίο («ὦ κόρη, τί παρθενεύει δαρόν, ἐξόν σοι γάμου τυχεῑν μεγίστου;» Αισχύλ.) 2. είμαι καλόγερος ή καλόγρια αρχ. 1. (ως μτβ.) ανατρέφω κορίτσι ως παρθένο, τής δίνω… …

    Dictionary of Greek

  • 15πολιτεύω — ΝΜΑ [πολίτης] μέσ. πολιτεύομαι α) μετέχω ενεργά στην πολιτική ζωή ενός τόπου βάζοντας υποψηφιότητα για αιρετή αρχή, ιδίως, σήμερα, για το βουλευτικό αξίωμα («οὐδε γὰρ ὁ νόμος τοὺς ἰδιωτεύοντας, ἀλλὰ τοὺς πολιτευομένους ἐξετάζει», Αισχίν.) β)… …

    Dictionary of Greek

  • 16προσενεχυράζω — Α [ἐνεχυράζω] λαμβάνω ως πρόσθετο ενέχυρο («εἶτ ἐπὶ τούτοις, ὡς ὁτιοῡν ἐξὸν ἑαυτῷ ποιεῑν, Σινώπην προσηνεχύραζεν», Δημοσθ.) …

    Dictionary of Greek

  • 17χηρεύω — ΝΜΑ [χήρα] (αμτβ.) στερούμαι τον ή την σύζυγό μου λόγω θανάτου, είμαι χήρος ή χήρα (α. «χήρεψε πολύ νέος» β. «τοσοῡτον ἄν χρόνον χηρεύουσ ἠνείχετ ἐξὸν ἄλλῳ συνοικεῑν», Δημοσθ.) νεοελλ. (αμτβ.) μτφ. (για λειτούργημα, αξίωμα, θέση) παραμένω κενός… …

    Dictionary of Greek

  • 18ώσπερ — ὥσπερ, ΝΜΑ, και βαρβαρ. τ. ὤσπερ Α (τροπ. επίρρ.) (λόγιος τ.) όπως ακριβώς (α. «όρμησε ώσπερ μαινόμενος ταύρος» β. «τοῑς ἠτυχηκόσιν ὥσπερ ἐγώ», Δημοσθ.) αρχ. 1. παραδείγματος χάριν, λογουχάρη («ὅταν χορὸς... γίγνηται, ὥσπερ ὁ εἰς Δῆλον… …

    Dictionary of Greek

  • 19Καζαντζάκης, Νίκος — (Ηράκλειο Κρήτης 1883 – Φράιμπουργκ Γερμανίας 1957).Λογοτέχνης, μεταφραστής και στοχαστής. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα (1902 6) και φιλοσοφία στο Παρίσι (1907 9). Την περίοδο 1914 15, μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό, περιηγήθηκε τους τόπους της… …

    Dictionary of Greek

  • 20έξω — και όξω επίρρ. τοπ. και πρόθ., εκτός (αντίθ. εντός, μέσα). 1. με την πρόθ. από + αιτ. (ή + επίρρ.) σημαίνει, α. όχι μέσα σε κάτι: Συναντήθηκαν έξω από το σπίτι μου. – Έξω από τα όρια. β. εξαίρεση (πλην, εξόν, χώρια, ξέχωρα, εκτός, παρεκτός): Έξω… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)