ἐξάγω
1ἐξάγω — lead out pres subj act 1st sg ἐξάγω lead out pres ind act 1st sg …
2εξάγω — εξάγω, εξήγαγα βλ. πίν. 135 …
3εξάγω — (AM ἐξάγω) [άνω] 1. βγάζω έξω ή οδηγώ κάποιον μακριά από έναν τόπο («μάχης ἐξήγαγε θοῡρον Ἄρκα», Ομ. Ιλ.) 2. απαλλάσσω από κάποιο κακό («ἐκ χειρὸς τοῡ πονηροῡ ἐξαγαγόντα ἡμᾱς») 3. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) μεταφέρω εμπορεύματα από τον… …
4εξάγω — εξάχτηκα, εξαγμένος 1. φέρω κάτι έξω, κάνω κάτι να βγει, βγάζω. 2. (για προϊόντα και εμπορεύματα), κάνω εξαγωγή, διαθέτω για κατανάλωση σε αγορές του εξωτερικού. 3. μτφ., βγάζω κάποιον από κάποια κατάσταση, τον απαλλάσσω: Δε μας εξάγει από την… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἐξαγάγετε — ἐξάγω lead out aor imperat act 2nd pl ἐξᾱγάγετε , ἐξάγω lead out aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἐξάγω lead out aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …
6ἐξηγμένα — ἐξάγω lead out perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐξηγμένᾱ , ἐξάγω lead out perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐξηγμένᾱ , ἐξάγω lead out perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
7ἐξάγαγε — ἐξάγω lead out aor imperat act 2nd sg ἐξά̱γαγε , ἐξάγω lead out aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἐξάγω lead out aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …
8ἐξάγῃ — ἐξάγω lead out pres subj mp 2nd sg ἐξάγω lead out pres ind mp 2nd sg ἐξάγω lead out pres subj act 3rd sg …
9ἐξήχθην — ἐξάγω lead out plup ind mp 3rd dual ἐξάγω lead out aor ind pass 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐξάγω lead out aor ind pass 1st sg (attic epic ionic) …
10ἐξαγαγόντα — ἐξάγω lead out aor part act neut nom/voc/acc pl ἐξάγω lead out aor part act masc acc sg …