ἐξωσϑῆναι ἂν τῇ ὥρᾳ ἐς χειμῶνα

  • 1εξωθώ — (AM ἐξωθῶ, έω) [ωθώ] 1. ωθώ προς τα έξω, διώχνω βίαια 2. ωθώ κάποιον σε κάποια πράξη, παρακινώ («τόν εξώθησε στο έγκλημα») αρχ. μσν. εξορίζω, εκτοπίζω μσν. 1. αποτάσσω, καθαιρώ 2. παραμελώ αρχ. 1. (για γιατρό) τραβώ προς τα έξω 2. μετατοπίζω 3.… …

    Dictionary of Greek