ἐξουσ-ία

  • 1ἕξουσ' — ἕξουσα , ἔχω check fut part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἕξουσι , ἔχω check fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἕξουσι , ἔχω check fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἕξουσαι , ἔχω check fut part act fem… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2εφταξουσάτος — ἑφταξουσᾱτος, η, ο (Μ) (αντί αυτεξουσάτος) αυτεξούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ εξουσ άτος κατά παρετυμολογία από το εφτά (πρβλ. εφτά ζυμος αυτό ζυμος)] …

    Dictionary of Greek