ἐξιστάνω

  • 1εξιστάνω — βλ. εξίσταμαι …

    Dictionary of Greek

  • 2εξίσταμαι — (AM ἐξίστημι, μέσ. εξίσταμαι και ἐξιστάνω και ἐξιστῶ, άω) [ίστημι] μσν. νεοελλ. μένω έκθαμβος, σαστίζω («ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι») μσν. 1. μέσ. ταράζομαι, τρομάζω 2. (το θηλ. τής μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐξεστηκυῑα έξαλλη, αλλόφρων αρχ. 1. μετακινώ από …

    Dictionary of Greek

  • 3ԶԱՐՀՈՒՐԵՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի, եցո՛.) NBH 1 0720 Chronological Sequence: Unknown date ն. ἑξίστημι, ἑξιστάνω, ἑκφοβέω , πτοέω, καταπλήσσω, δειματέω exterreo, terrefacio Տալ զարհուրիլ. ահաբէկ առնել. սարսափեցուցանել. դողացուցանել. ափշեցուցանել. խիստ վախցընել. դողցընել …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)