ἐξικνεῖτο
1ἐξικνεῖτο — ἐξικνέομαι reach pres opt mp 3rd sg (epic ionic) ἐξῑκνεῖτο , ἐξικνέομαι reach imperf ind mp 3rd sg (attic epic) ἐξικνέομαι reach pres opt mp 3rd sg (epic ionic) ἐξικνέομαι reach imperf ind mp 3rd sg (attic epic) ἐξικνέομαι reach imperf ind mp… …
2εξικνούμαι — (AM ἐξικνοῡμαι, έομαι) φτάνω (α. «ώς εκεί εξικνείται το θράσος του» β. «Φθίην ἐξικόμην ἐριβώλακα») αρχ. μσν. 1. φθάνω κάπου, διανύω μιαν απόσταση («πρὶν τόξευμα ἐξικνεῑσθαι») 2. επαρκώ («ἐφ ἅ δὲ αὐτὸς οὐκ ἐξικνεῑτο») αρχ. έρχομαι ως ικέτης.… …