ἐξημερώσῃ
1εξημέρωση — η (AM ἐξημέρωσις) [εξημερώνω] 1. το να καταστεί κάποιος ή κάτι ήμερος («η εξημέρωση τού αλόγου», «τῆς γῆς ἐξημέρωσιν») 2. ο εκπολιτισμός …
2εξημέρωση — η το εξημέρωμα (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ἐξημερώσῃ — ἐξημερώσηι , ἐξημέρωσις fem dat sg (epic) ἐξημερόω tame aor subj mid 2nd sg ἐξημερόω tame aor subj act 3rd sg ἐξημερόω tame fut ind mid 2nd sg ἐξημερόω tame aor subj mid 2nd sg ἐξημερόω tame aor subj act 3rd sg ἐξημερόω tame fut ind mid 2nd sg… …
4εξημερωτικός — ή, ό [εξημέρωση] αυτός που συμβάλλει στην εξημέρωση …
5ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… …
6Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …
7εξανθρωπισμός — ο ο εκπολιτισμός, η εξημέρωση, ο εξευγενισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξανθρωπίζω. Η λ. μαρτυρειται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …
8εξημέρωμα — (I) και ξημέρωμα, το ο ερχομός τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ημέρα]. (II) το [εξημερώνω] η εξημέρωση …
9εξημερώσιμος — η, ο [εξημέρωση] αυτός που μπορεί ή αξίζει να εξημερωθεί …
10ημέρευση — η (Α ἡμέρευσις) [ημερεύω (ΙΙ)] νεοελλ. η εξημέρωση, ο δαμασμός, η τιθάσευση αρχ. η διημέρευση …