ἐξελᾰσία
1εξελασία — ἐξελασία, η (AM) [εξελαύνω] μσν. επίθεση, επιδρομή αρχ. 1. έξοδος ζώων για βοσκή («κατὰ τὰς ἐξελασίας καὶ νομάς», Πολ.) 2. εκστρατεία …
2ἐξελασίας — ἐξελασίᾱς , ἐξελασία driving out fem acc pl ἐξελασίᾱς , ἐξελασία driving out fem gen sg (attic doric aeolic) …
3ἐξελασίαν — ἐξελασίᾱν , ἐξελασία driving out fem acc sg (attic doric aeolic) …