ἐξελέγχω
1ἐξελέγχω — convict pres subj act 1st sg ἐξελέγχω convict pres ind act 1st sg …
2εξελέγχω — (AM ἐξελέγχω) [ελέγχω] νεοελλ. ενεργώ λεπτομερή έλεγχο, εξακριβώνω μσν. μέσ. δικαιώνομαι αρχ. 1. αποδεικνύω κάποιον ως ένοχο («ἐπ αἰσχρᾱς αἰτίας ἐξελήλεγκται», Λυσ.) 2. αναιρώ, ανασκευάζω («ὑπ ἐμοῡ ἐξελεγχθήσονται ἔργῳ», Πλάτ.) 3. αποδεικνύω ότι… …
3εξελέγχω — εξέλεγξα, εξελέγχτηκα, εξελεγμένος, μτβ., εξετάζω κάτι με ακρίβεια και λεπτομέρεια για να πειστώ για την αλήθεια ή την ορθότητά του, κάνω έλεγχο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐξελέγξει — ἐξελέγχω convict aor subj act 3rd sg (epic) ἐξελέγχω convict fut ind mid 2nd sg ἐξελέγχω convict fut ind act 3rd sg …
5ἐξελέγξουσι — ἐξελέγχω convict aor subj act 3rd pl (epic) ἐξελέγχω convict fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐξελέγχω convict fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
6ἐξελέγξω — ἐξελέγχω convict aor subj act 1st sg ἐξελέγχω convict fut ind act 1st sg ἐξελέγχω convict aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
7ἐξελέγξῃ — ἐξελέγχω convict aor subj mid 2nd sg ἐξελέγχω convict aor subj act 3rd sg ἐξελέγχω convict fut ind mid 2nd sg …
8ἐξελέγχεσθε — ἐξελέγχω convict pres imperat mp 2nd pl ἐξελέγχω convict pres ind mp 2nd pl ἐξελέγχω convict imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
9ἐξελέγχετε — ἐξελέγχω convict pres imperat act 2nd pl ἐξελέγχω convict pres ind act 2nd pl ἐξελέγχω convict imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
10ἐξελέγχῃ — ἐξελέγχω convict pres subj mp 2nd sg ἐξελέγχω convict pres ind mp 2nd sg ἐξελέγχω convict pres subj act 3rd sg …