ἐξαρτία
1εξαρτία — η και εξαρτισμός, ο (AM έξαρτία) [άρτιος] 1. (για πλοίο) η αρματωσιά 2. προπαρασκευή, εφοδιασμός με τα απαραίτητα όργανα νεοελλ. 1. το σύνολο τών ιστών και τών κεραιών τού πλοίου, καθώς και τών κάθε είδους σχοινιών και συσπάστων που απαιτούνται… …
2ἐξάρτια — ἐξάρτιος for suspension neut nom/voc/acc pl …
3εξαρτία ή εξάρτιση — Το σύνολο των σκευών και εξαρτημάτων (ιστοί, κεραίες, σχοινιά, αλυσίδες) για τη στήριξη και τον χειρισμό των ιστίων ενός σκάφους ή το σύνολο των σκευών και μηχανημάτων (άγκυρες, βαρούλκα, αλυσίδες, γερανοί και πολύσπαστα των λέμβων, εργάτες κλπ.) …
4πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …
5ιστιοφόρο — Είδος σκάφους που πλέει με τη βοήθεια ιστίων. Μετά την εισαγωγή της μηχανικής πρόωσης και ιδιαίτερα μετά την τελειοποίηση των μηχανών εσωτερικής καύσης πολλά ι. διαθέτουν και βοηθητική μηχανή, την οποία χρησιμοποιούν για ιδιαίτερους ελιγμούς και… …
6Jarcia — (del griego bizantino ἐξάρτια/exártia, plural de ἐξάρτιον/exártion, equipar; aparejos de un buque) puede referirse a: Nombre que se da en general a los aparejos, los cabos o cuerdas, lso cables empleados en la cabullería de una embarcación a vela …
7jarcia — (Del gr. exartia, aparejos de un buque.) ► sustantivo femenino 1 PESCA Conjunto de instrumentos y redes para pescar. 2 NÁUTICA Conjunto de aparejos y cabos de una embarcación. 3 Mezcla desordenada de cosas: ■ al abrir el baúl encontró una jarcia… …
8αλεξίπτωτο — Συσκευή που αποσκοπεί στον περιορισμό της ταχύτητας πτώσης ενός σώματος μέσα στην ατμόσφαιρα. Επειδή η λειτουργία του βασίζεται στην εκμετάλλευση της αντίστασης του αέρα, το α. μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος αεροδυναμικού φρένου. Πρώτος ο Λεονάρντο …
9εξάρτι — και ξάρτι, το (συν. στον πληθ. εξάρτια και ξάρτια, τα) (Α ως επίθ. ἐξάρτιος, ον, Μ ἐξάρτιον, το) [εξαρτίζω] ναυτ. τα σχοινιά που είναι δεμένα σε σταθερά σημεία τού πλοίου και χρησιμεύουν για τη στήριξη τών ιστών νεοελλ. τα σχοινιά που συνδέουν… …
10καταρτία — καταρτία, ἡ (AM, Α και καταρτεία και καταρθία και καταρθεία) μσν. κατάρτι, δοκάρι αρχ. εξαρτία*, εξοπλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. τού επιθ. κατ άρτιος «αυτός που προσαρμόζεται» < κατ(α) * + ἄρτιος] …
- 1
- 2