ἐξαρπάσας
1ἐξαρπάσας — ἐξαρπά̱σᾱς , ἐξαρπάζω snatch away from fut part act fem acc pl (doric) ἐξαρπά̱σᾱς , ἐξαρπάζω snatch away from fut part act fem gen sg (doric) ἐξαρπά̱σᾱς , ἐξαρπάζω snatch away from fut part act fem acc pl (doric) ἐξαρπά̱σᾱς , ἐξαρπάζω snatch… …
2εξαρπάζω — (AM ἐξαρπάζω) 1. αρπάζω, αφαιρώ από κάποιον κάτι, αφαρπάζω («σὰς δὲ ἐπιστολὰς ἐξαρπάσας ὅδ ἐκ χερῶν ἐμῶν βίᾳ», Ευρ.) 2. αποσπώ με τη βία («ἱστία δ ἐξήρπαξ ἀνέμου μένος», Απολλ. Ρόδ.) 3. ελευθερώνω, σώζω, λυτρώνω αρπάζοντας κάποιον («τὸν ἐξήρπαξ… …