ἐξανίημι
31συνεξανίεμαι — Α χαλαρώνω μαζί («συνεξανίεται [τῇ ψυχῇ] τὸ σῶμα», Σωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξανίημι «λύω, χαλαρώνω, διαλύω»] …
32κἀξανειμένῃ — ἐξανειμένῃ , ἐξανίημι send forth perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) …
33συνεξανίεται — σύν ἐξανίημι send forth pres ind mp 3rd sg …
34ἐξανήσομαι — ξανάω grow weary with carding wool futperf ind mp 1st sg (attic ionic) ἐξανίημι send forth fut ind mid 1st sg …
Страницы