ἐξανδρούμενος
1ἐξανδρούμενος — ἐξανδρόομαι come to man s years pres part mp masc nom sg ἐξανδρόομαι come to man s years pres part mp masc nom sg …
2εξανδρούμαι — ἐξανδροῡμαι, όομαι (Α) 1. γίνομαι άνδρας, φθάνω σε πλήρη ανδρική ηλικία («τέχνην δὲ τίνα ποτ εἶχες ἐξανδρούμενος», Αριστοφ.) 2. μεταβάλλομαι σε άνδρα 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐξανδρούμενον, ὀρθιάζοντα» …