ἐξαμύνομαι
1εξαμύνομαι — ἐξαμύνομαι (Α) αποκρούω κάποιον ή κάτι, αμύνομαι εναντίον κάποιου, εξουδετερώνω, αποκρούω, απομακρύνω κάτι («αἶθρον ἐξαμύνασθαι θεοῡ» ν αμυνθούμε στο πρωινό ψύχος, Ευρ.) …
2ἐξαμύνασθαι — ἐξαμύ̱νασθαι , ἐξαμύνομαι ward off from oneself aor inf mp ἐξαμύ̱νασθαι , ἐξαμύνομαι ward off from oneself aor inf mid …
3ἐξαμύνεσθαι — ἐξαμύ̱νεσθαι , ἐξαμύνομαι ward off from oneself pres inf mp ἐξαμύ̱νεσθαι , ἐξαμύνομαι ward off from oneself pres inf mp …
4ἐξαμύνοιτο — ἐξαμύ̱νοιτο , ἐξαμύνομαι ward off from oneself pres opt mp 3rd sg ἐξαμύ̱νοιτο , ἐξαμύνομαι ward off from oneself pres opt mp 3rd sg …
5ἐξαμύνονται — ἐξαμύ̱νονται , ἐξαμύνομαι ward off from oneself pres ind mp 3rd pl ἐξαμύ̱νονται , ἐξαμύνομαι ward off from oneself pres ind mp 3rd pl …
6ἐξαμύνας — ἐξαμύ̱νᾱς , ἐξαμύνομαι ward off from oneself aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …