ἐξαλλάξομεν

  • 1ἐξαλλάξομεν — ἐξαλλάσσω change utterly aor subj act 1st pl (epic) ἐξαλλάσσω change utterly fut ind act 1st pl ἐξαλλάσσω change utterly aor subj act 1st pl (epic) ἐξαλλάσσω change utterly fut ind act 1st pl ἐξᾱλλάξομεν , ἐξαλλάσσω change utterly futperf ind… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2εξαλλάσσω — ἐξαλλάσσω AM, Α και αττ. τ. ἐξαλλάττω [αλλάσσω] αλλάζω κάτι εντελώς («ἀλλ ὡς ἡδὺ παρεμφερὲς ἐξηλλαγμένον χρόαις», Διγ. Ακρ.) αρχ. 1. εξελίσσομαι, διαφοροποιούμαι («γένος ὅλον ἐξαλλάττειν εἰς ἕτερον», Θεόφρ.) 2. εγκαταλείπω, φεύγω («ἐξαλλάξας… …

    Dictionary of Greek