ἐξαγγελία
1ἐξαγγελία — ἐξαγγελίᾱ , ἐξαγγελία secret information sent out fem nom/voc/acc dual ἐξαγγελίᾱ , ἐξαγγελία secret information sent out fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἐξαγγελίᾳ — ἐξαγγελίαι , ἐξαγγελία secret information sent out fem nom/voc pl ἐξαγγελίᾱͅ , ἐξαγγελία secret information sent out fem dat sg (attic doric aeolic) …
3εξαγγελία — η (AM ἐξαγγελία) νεοελλ. αναγγελία, γνωστοποίηση, είδηση, δήλωση μσν. 1. διατύπωση («ἀνεῑπον... λαμβάνεται καὶ ἐπὶ ἐξαγγελίας χρησμῶν», θωμ. Μάγιστρ.) 2. εξομολόγηση αρχ. 1. (για κατασκόπους) μετάδοση μυστικών αγγελιών στον εχθρό, κατάδοση («τοὺς …
4εξαγγελία — η αναγγελία, μετάδοση είδησης, γνωστοποίηση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἐξαγγελίας — ἐξαγγελίᾱς , ἐξαγγελία secret information sent out fem acc pl ἐξαγγελίᾱς , ἐξαγγελία secret information sent out fem gen sg (attic doric aeolic) …
6ἐξαγγελίαν — ἐξαγγελίᾱν , ἐξαγγελία secret information sent out fem acc sg (attic doric aeolic) …
7ἐξαγγελιῶν — ἐξαγγελία secret information sent out fem gen pl …
8άφεση — Το να αφήνει κανείς κάτι ελεύθερο. Επομένως ά. μπορεί να χαρακτηριστεί και η εκτίναξη, η εκκίνηση, η απαλλαγή και η συγχώρηση. Στους αρχαίους Έλληνες ά. έλεγαν το διαζύγιο, τον χωρισμό. Στη στρατιωτική ορολογία ά. είναι η απομάκρυνση από τη… …
9εξάγγελμα — ἐξάγγελμα, το (Μ) εξάγγελσις*, εξαγγελία …
10εξάγγελσις — ἐξάγγελσις, η (Α) εξάγγελμα*, εξαγγελία, έκθεση …
- 1
- 2