ἐξαίνυμαι
1εξαίνυμαι — ἐξαίνυμαι (Α) [αίνυμαι] 1. παίρνω κάτι από ένα μέρος και τό πηγαίνω σε άλλο («νηΐ δ ἐνὶ πρύμνῃ ἐξαίνυτο κάλλιμα δῶρα», Ομ. Οδ.) 2. φρ. «ἐξαίνυτο θυμόν» αφαιρούσε τη ζωή, εφόνευε …
2ἐξαίνυσο — ἐξαίνυμαι take out pres imperat mid 2nd sg (epic) ἐξαίνυμαι take out imperf ind mid 2nd sg (epic) …
3ἐξαινύμενος — ἐξαίνυμαι take out pres part mid masc nom sg (epic) …
4ἐξαίνυσθαι — ἐξαίνυμαι take out pres inf mid (epic) …
5ἐξαίνυται — ἐξαίνυμαι take out pres ind mid 3rd sg (epic) …
6ἐξαίνυτο — ἐξαίνυμαι take out imperf ind mid 3rd sg (epic) …
7αίνυμαι — αἴνυμαι (Α) (ποιητικό ρηματικό αποθεματικό) 1. βάζω χέρι σε κάτι, πιάνω, παίρνω, αφαιρώ 2. απολαμβάνω, χαίρομαι να τρώγω κάτι, τρέφομαι με κάτι 3. φρ. «πόθος μὲ αἴνυται» μέ καταλαμβάνει πόθος, ποθώ να... 4. στη Μυκηναϊκή η λ. μαρτυρείται έμμεσα… …