ἐξίτηλος
1ἐξίτηλος — going out masc/fem nom sg …
2εξίτηλος — η, ο (AM ἐξίτηλος, ον) αυτός που έχασε ή μπορεί να χάσει τα χρώματά του, αυτός που ξεβάφει («εξίτηλα γράμματα», «γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων ἐξίτηλοί τε ἦσαν», Παυσ.) αρχ. μσν. 1. εξασθενημένος, αδύνατος 2. ματαιόδοξος, υπερήφανος 3. μάταιος,… …
3εξίτηλος — η, ο 1. (για χρώματα ή γραφές), που εύκολα σβήνεται, που μπορεί να χάσει το χρώμα του. 2. σβησμένος, ξέθωρος, ξεθωριασμένος. 3. μτφ., εφήμερος, προσωρινός, παροδικός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐξιτηλότατα — ἐξίτηλος going out adverbial superl ἐξίτηλος going out neut nom/voc/acc superl pl …
5ἐξιτηλότατον — ἐξίτηλος going out masc acc superl sg ἐξίτηλος going out neut nom/voc/acc superl sg …
6ἐξιτήλως — ἐξίτηλος going out adverbial ἐξίτηλος going out masc/fem acc pl (doric) …
7ἐξίτηλον — ἐξίτηλος going out masc/fem acc sg ἐξίτηλος going out neut nom/voc/acc sg …
8ἐξιτηλότερα — ἐξίτηλος going out neut nom/voc/acc comp pl …
9ἐξιτήλοις — ἐξίτηλος going out masc/fem/neut dat pl …
10ἐξιτήλου — ἐξίτηλος going out masc/fem/neut gen sg …