ἐξέχω
1εξέχω — βλ. πίν. 154 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: εξέχω : εύχρηστη η λόγια μτχ. ενεστώτα (εξέχων, ουσα, ον) ως επίθετο …
2ἐξέχω — stand out pres subj act 1st sg ἐξέχω stand out pres ind act 1st sg ἐκχώννυμαι imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …
3εξέχω — (AM ἐξέχω) [έχω] 1. σχηματίζω προεξοχή 2. υπερέχω, είμαι ανώτερος 3. (η μτχ. ενεστ. ως επιθ.) εξέχων, εξέχουσα, εξέχον υπέροχος, ξεχωριστός, διακεκριμένος αρχ. 1. (για τον ήλιο) λάμπω 2. είμαι εξαρτημένος («ἐξέχειν τοῡ θείου») 3. (το ουδ. πληθ.… …
4εξέχω — εξείχα (μόνο στον ενεστ. και πρτ.), αμτβ. 1. υψώνομαι πάνω από όσα είναι γύρω μου, είμαι ψηλότερος, προεξέχω, προβάλλω: Η καμινάδα εξέχει στην ταράτσα. 2. είμαι έξω από τη γραμμή: Ο ένας ώμος του εξέχει. 3. μτφ., διακρίνομαι μεταξύ άλλων για την… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἐξέχετον — ἐξέχω stand out pres imperat act 2nd dual ἐξέχω stand out pres ind act 3rd dual ἐξέχω stand out pres ind act 2nd dual ἐξέχω stand out imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …
6ἐξέχῃ — ἐξέχω stand out pres subj mp 2nd sg ἐξέχω stand out pres ind mp 2nd sg ἐξέχω stand out pres subj act 3rd sg …
7ἐξεχομένων — ἐξέχω stand out pres part mp fem gen pl ἐξέχω stand out pres part mp masc/neut gen pl …
8ἐξεχόμεθα — ἐξέχω stand out pres ind mp 1st pl ἐξέχω stand out imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …
9ἐξεχόμενον — ἐξέχω stand out pres part mp masc acc sg ἐξέχω stand out pres part mp neut nom/voc/acc sg …
10ἐξεχόντων — ἐξέχω stand out pres part act masc/neut gen pl ἐξέχω stand out pres imperat act 3rd pl …