ἐξέχω

  • 91παρεξάγω — ΜΑ [εξάγω] 1. άγω, οδηγώ κοντά σε κάτι ή μακριά από κάτι 2. παροδηγώ, παραπλανώ, αποπλανώ («πολλῇσίν μ ἄτῃσι παρέκ νόον ἤγαγεν Ἕκτωρ», Ομ. Ιλ.) 3. εξάγω, εξέλκω («τὰ βέλη παρεξάγουσιν», Θεοφύλ.) 4. υπερέχω, εξέχω, υπερτερώ («τοῡ Λευὶ τῷ τῆς… …

    Dictionary of Greek

  • 92προάγω — ΝΜΑ [άγω] 1. οδηγώ κάποιον προς τα εμπρός, προπορευόμενος οδηγώ κάποιον κάπου («καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὅν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς», ΚΔ) 2. ενεργώ ώστε να προοδεύσει κάποιος ή κάτι, να βελτιωθεί, να αναπτυχθεί (α. «χρέος μας είναι να… …

    Dictionary of Greek

  • 93προέχω — ΝΜΑ προὔχω Α 1. εξέχω προς τα εμπρός, προεξέχω («ἀκτὴ προέχουσα ἐς τὸν πόντον», Ηρόδ.) 2. μτφ. είμαι ανώτερος, υπερέχω («ἱστορέων δὲ εὕρισκε Λακεδαιμονίους καὶ Ἀθηναίους προέχοντας, τοὺς μὲν τοῡ Δωρικοῡ γένους, τοὺς δὲ τοῡ Ἰωνικοῡ», Ηρόδ.) 3. (το …

    Dictionary of Greek

  • 94προανέχω — Α 1. κρατώ κάτι ψηλά μπροστά σε κάποιον ή κρατώ κάτι ψηλά εκ των προτέρων 2. εξέχω από κάτω προς τα πάνω («τὸ τεῑχος... τοῡ λόφου καθάπερ κορυφή τις ὑψηλότερα προανεῑχεν», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνέχω «κρατώ ψηλά»] …

    Dictionary of Greek

  • 95προεμβάλλω — ΜΑ [ἐμβάλλω] 1. εμβάλλω, ρίχνω ή τοποθετώ προηγουμένως κάτι μέσα σε κάτι άλλο (α. «προεμβάλλει τε εἰς τὴν ὀπὴν τοὺς πόδας», Παυσ. β. «προεμβάλλουσι λίθον εἰς τὸν πυθμένα τοῡ βόθρου», Γεωπ.) 2. προνοώ ώστε κάτι να τοποθετηθεί ανάμεσα σε άλλα αρχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 96προεξίσταμαι — Α προεξέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξίσταμαι «εξέχω»] …

    Dictionary of Greek

  • 97προσυπερέχω — Α [ὑπερέχω] εξέχω, προεξέχω πέρα από κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 98προϊάπτω — Α 1. στέλνω κάποιον πρόωρα στον κάτω κόσμο («πολλὰς δ ἰφθίμους ψυχὰς Ἄιδι προΐαψεν ἡρώων», Ομ. Ιλ.) 2. ασχολούμαι 3. εξέχω προς τα εμπρός, προεξέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἰάπτω «κατευθύνω, στέλλω, εξακοντίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 99υπερέχω — ὑπερέχω ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπειρέχω Α είμαι ανώτερος ή υψηλότερος, υπερτερώ (α. «υπερέχει σε εργατικότητα» β. «ὦ βροτῶν πάντων ὑπερεχὼν ὄλβου εὐτυχεῑ πότμῳ», Αισχύλ.) αρχ. 1. κρατώ κάτι ψηλά 2. στρ. κυκλώνω 3. περνώ πάνω από έναν τόπο 4. μπορώ να… …

    Dictionary of Greek

  • 100υπερεξέχω — Μ εξέχω πολύ …

    Dictionary of Greek