ἐξέχω

  • 81επιπροέχομαι — ἐπιπροέχομαι (Α) απλώνομαι, εκτείνομαι προς τα εμπρός, φαίνομαι να εξέχω …

    Dictionary of Greek

  • 82ζοχάδα — η και πληθ. ζοχάδες, οι 1. αιμορροΐδα* 2. ιδιοτροπία, νευρική υπερδιέγερση, δυστροπία, στρυφνότητα τού χαρακτήρα («σήμερα είναι στις ζοχάδες του») 3. (για πρόσ.) ζοχαδιακός, οχληρός, ενοχλητικός («αυτός μού έχει γίνει ζοχάδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ …

    Dictionary of Greek

  • 83κέκασμαι — (Α) παρακμ. τού καίνυμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέ κασ μαι, με αναδιπλασιασμό κε , θ. καδ , πρβλ. δωρ. τ. κέ καδμαι (το σύμπλεγμα σμ < δμ , πρβλ. ὀδμή < ὀσμή) που ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *kad «λάμπω, διακρίνομαι, ακτινοβολώ». Ο τ. συνδέεται με… …

    Dictionary of Greek

  • 84κολώνη — κολώνη, ἡ (Α) 1. ύψωμα, λόφος ή η κορυφή του (α. «ἔστι δέ τις προπάροιθε πόλιος αἰπεῖα κολώνη», Ομ. Ιλ. β. «μέσσαι δ ἐνθα καὶ ἔνθα δύο ἀνέχουσι κολῶναι», Δίον. Περ.) 2. τύμβος («ὁρῶ κολώνης ἐξ ἄκρας νεορρύτους πηγὰς γάλακτος», Σοφ.) 3. τόπος… …

    Dictionary of Greek

  • 85κρατιστεύω — (Α) [κράτιστος] 1. είμαι έξοχος, εξέχω, υπερέχω, είμαι ανώτερος (α. «λόγος κρατιστεύων», Πίνδ. β. «τῷ σώματι καὶ τῆ ψυχῆ κρατιστεύοντας», Ξεν.) 2. υπερτερώ, νικώ κάποιον («ἐν οἷς ἐκεῑνος τῶν ἡλικιωτῶν ἐκρατίστευε», Iσοκρ.) 3. (το αρσ. μτχ. ενεστ …

    Dictionary of Greek

  • 86μεταπρέπω — (Α) διαπρέπω μεταξύ άλλων, εξέχω, διακρίνομαι («ὁ γὰρ τε βόεσσι μεταπρέπει ἀγρομένησιν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πρέπω «φαίνομαι, ξεχωρίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 87ξεθρέω — (Μ) εξέχω, προεξέχω …

    Dictionary of Greek

  • 88παραμείβω — ΜΑ (ενεργ. και μέσ.) (για ποταμό) περνώ ή ρέω κοντά σε κάποιον τόπο («παραμειβόμενος δὲ τούτοις καὶ ῥέων ἄνω πρὸς βορέην», Ηρόδ.) αρχ. 1. αλλάζω τη θέση δύο αντικειμένων 2. μεταβάλλω κάτι εντελώς 3. (το μέσ.) παραμείβομαι αφήνω έναν τόπο κατά… …

    Dictionary of Greek

  • 89παρανέχω — Α [ανέχω] 1. υψώνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο 2. (ως αμτβ.) α) υψώνομαι κοντά σε κάποιον β) (κατ επέκτ.) εξέχω, υπερτερώ …

    Dictionary of Greek

  • 90παρανίσχω — ΜΑ μσν. ανατέλλω, αναφαίνομαι («ἦρος παρανίσχοντος», Θεοφύλ. Σ.) αρχ. 1. σηκώνω, εγείρω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, υψώνω κάτι ως απάντηση 2. (αμτβ.) α) στέκομαι κοντά σε κάποιον β) μτφ. εξέχω, υπερέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀνίσχω «ανατέλλω»] …

    Dictionary of Greek