ἐξέχω
101υπερκύπτω — ΜΑ 1. προβάλλω, σηκώνω το κεφάλι πάνω από κάποιον ή από κάτι για να δω 2. έρχομαι στην επιφάνεια, αναδύομαι αρχ. 1. εξέχω, προεξέχω 2. μτφ. υπερτερώ, υπερβαίνω («πᾱσαν τὴν αἰσθητὴν οὐσίαν ὑπερκύπτειν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κύπτω «σκύβω»] …
102υπερπίπτω — Α [πίπτω] 1. (για νερό) πέφτω από ψηλά 2. (για βέλη ή ακόντια) διέρχομαι πάνω από κάτι και πέφτω πέρα από αυτό 3. (για χρόνο) παρέρχομαι, περνώ 4. εξέχω …
103υπερφέρω — Α 1. περνώ κάτι πάνω από κάτι άλλο, μεταφέρω κάτι πάνω από κάτι άλλο («καὶ ὑπερενεγκόντες τὸν Λευκαδίων ἰσθμὸν τὰς ναῡς», Θουκ.) 2. μεταφυτεύομαι 3. εξέχω, προεξέχω, βρίσκομαι πιο ψηλά από κάτι («ἡ σελήνη φεύγει τὴν Στύγα μικρὸν ὑπερφέρουσα»,… …
104προεξέχω — προεξείχα (μόνο στον ενεστ. και τον πρτ.), εξέχω προς τα εμπρός: Οι σκόπελοι είναι βράχοι που προεξέχουν από την επιφάνεια της θάλασσας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
105παρεξέχειν — παρά ἐξέχω stand out pres inf act (attic epic) …
106προεξέχων — πρό , ἐκ χάω imperf ind act 3rd pl προεξέχων , πρό , ἐκ χάω imperf ind act 1st sg προεξέχων , πρό ἐξέχω stand out pres part act masc nom sg προεξέχων , πρό ἐκχώννυμαι imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) προεξέχων , πρό ἐκχώννυμαι imperf ind act …
107ἐξέχοι — ἐξέχοῑ , ἐξέχω stand out pres opt act 3rd sg …
108ὑπερεξέχοντας — ὑπέρ ἐξέχω stand out pres part act masc acc pl …
109ὑπερεξέχοντος — ὑπέρ ἐξέχω stand out pres part act masc/neut gen sg …