ἐξέσσῠτο
1ἐξέσσυτο — ἐκσεύομαι rush out imperf ind mid 3rd sg (homeric ionic) …
2εκσεύομαι — ἐκσεύομαι (Α) 1. ορμώ, εξορμώ, εξέρχομαι, τρέχω έξω («πυλέων ἐξέσσυτο φαίδιμος Ἕκτωρ», Ιλ. Η) 2. (για κρασί) ξεχύνομαι, χύνομαι προς τα έξω 3. (για ύπνο) εγκαταλείπω, φεύγω 4. (απολ.) εξορμώ, βγαίνω ορμητικά προς τα έξω, ξεχύνομαι («πᾱσαι δ… …
3ἐξέσσυτ' — ἐξέσσυται , ἐκσεύομαι rush out pres ind mid 3rd sg ἐξέσσυτο , ἐκσεύομαι rush out imperf ind mid 3rd sg (homeric ionic) …