ἐν-τῠχία
1παντυχία — ἡ, Α καλή τύχη σε όλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τυχία (< τυχής < τύχη), πρβλ. δυσ τυχία] …
2ευτυχιάρης — εὐτυχιάρης, ὁ (Μ) καλότυχος, ευτυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ τυχία + άρης] …
1παντυχία — ἡ, Α καλή τύχη σε όλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τυχία (< τυχής < τύχη), πρβλ. δυσ τυχία] …
2ευτυχιάρης — εὐτυχιάρης, ὁ (Μ) καλότυχος, ευτυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ τυχία + άρης] …