ἐν-τρέχω
1τρέχω — τρέχω, έτρεξα βλ. πίν. 31 Σημειώσεις: τρέχω : η λόγια μτχ. ενεστώτα τρέχων, ουσα, ον απαντάται ως επίθετο αυτός που ισχύει τώρα ή αφορά το τωρινό χρονικό διάστημα ή το άμεσο μέλλον). Η μτχ. τρεχούμενος (σπάνια τρεχάμενος) χρησιμοποιείται ως… …
2τρέχω — run pres subj act 1st sg τρέχω run pres ind act 1st sg …
3τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… …
4τρέχω — έτρεξα και έδραμα 1. προχωρώ γρήγορα, πηγαίνω τρεχάλα: Τρέξε να τον προλάβεις. 2. βιάζομαι, προχωρώ γρηγορότερα από το συνηθισμένο: Το ρολόι μου τρέχει. 3. περιφέρομαι άσκοπα: Πώς μας θωρείς ακίνητος, πού τρέχει ο λογισμός σου; (Αρ. Βαλαωρίτης).… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5τράχον — τρέχω run pres part act masc voc sg (doric) τρέχω run pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) τρέχω run imperf ind act 3rd pl (doric) τρέχω run imperf ind act 1st sg (doric) …
6τρέχον — τρέχω run pres part act masc voc sg τρέχω run pres part act neut nom/voc/acc sg τρέχω run imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τρέχω run imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …
7θρέξαι — τρέχω run aor imperat mid 2nd sg (epic) τρέχω run aor inf act (epic) θρέξαῑ , τρέχω run aor opt act 3rd sg (epic) …
8τρέχετε — τρέχω run pres imperat act 2nd pl τρέχω run pres ind act 2nd pl τρέχω run imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
9τρέχῃ — τρέχω run pres subj mp 2nd sg τρέχω run pres ind mp 2nd sg τρέχω run pres subj act 3rd sg …
10δεδραμηκότα — τρέχω run perf part act neut nom/voc/acc pl τρέχω run perf part act masc acc sg …