ἐν-στᾰτικός
1στατικός — causing to stand masc nom sg …
2στατικός — ή, ό / στατικός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στάση, που προκαλεί στάση, που προκαλεί ακινησία, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που αναφέρεται στην κίνηση ή στη μεταβολή 2. το θηλ. ως ουσ. η στατική γένος αγγειόσπερμων δικότυλων… …
3στατικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί σταμάτημα ή βρίσκεται σε ακινησία: Πήρε στατικά φάρμακα. – Στατικός ηλεκτρισμός. 2. αυτός που αναφέρεται στην ισορροπία των δυνάμεων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4στατικά — στατικός causing to stand neut nom/voc/acc pl στατικά̱ , στατικός causing to stand fem nom/voc/acc dual στατικά̱ , στατικός causing to stand fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5στατικῶν — στατικός causing to stand fem gen pl στατικός causing to stand masc/neut gen pl …
6στατικόν — στατικός causing to stand masc acc sg στατικός causing to stand neut nom/voc/acc sg …
7στατικοῖς — στατικός causing to stand masc/neut dat pl …
8στατικοί — στατικός causing to stand masc nom/voc pl …
9στατικοῦ — στατικός causing to stand masc/neut gen sg …
10στατικῆς — στατικός causing to stand fem gen sg (attic epic ionic) …