ἐν-στᾰτικός

  • 31κλινοστατικός — ή, ό χαρακτηρισμός για τις φυσιολογικές μεταβολές οι οποίες προκαλούνται από τη θέση τής κατακλίσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. clinostatique < clin(o) (πρβλ. κλιν[ο] < κλίνη) + statique (< στατικός < στάτης < ἵστημι)] …

    Dictionary of Greek

  • 32λιθοστατικός — ή, ό φρ. «λιθοστατική πίεση» γεωλ. η πίεση που ασκείται σε ένα σημείο κάτω από την επιφάνεια τής Γης από όλα τα υπερκείμενα και περιβάλλοντα πετρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lithostatic < νεολατ. lithostatic < litho (<… …

    Dictionary of Greek

  • 33μαθηματικά — Η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των φυσικών μεγεθών, που μελετά τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο. Η έκταση και τα ενδιαφέροντα των μ., μίας από τις αρχαιότερες επιστήμες, παρουσιάζουν τόση… …

    Dictionary of Greek

  • 34μυκητοστατικός — και μυκοστατικός, ή, ό (φαρμ.) αυτός που δρα κατά τών μυκήτων και αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mycostatic (< μύκης «μύκητας» + στατικός)] …

    Dictionary of Greek

  • 35πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …

    Dictionary of Greek

  • 36σούστα — Ελληνικός λαϊκός χορός διαδομένος κυρίως στην Κρήτη (πατρίδα του θεωρείται το Ρέθυμνο) και στα Δωδεκάνησα, όπου ανάλογα με τα νησιά παίρνει διαφορετικό ύφος: στη Poδο είναι κυματιστός, με περιορισμένα σουσταρίσματα (πηδήματα), στη Χάλκη έντονα… …

    Dictionary of Greek

  • 37στατική — I Τμήμα της μηχανικής που μελετά τις συνθήκες ισορροπίας των σωμάτων. Οι πρώτες μελέτες επί της ισορροπίας γεννήθηκαν από πρακτικές ανάγκες και οι πρώτες γνωστές σαφείς έννοιες αναφέρονται στη χρήση του μοχλού. Η επιστημονική διερεύνηση του… …

    Dictionary of Greek

  • 38στερεοστατικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεοστατική 2. το θηλ. ως ουσ. η στερεοστατική τομέας τής μηχανικής που έχει ως αντικείμενο την έρευνα και τη σπουδή τής στατικής ισορροπίας τών στερεών σωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 39συστατικός — ή, ό / συστατικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύσταση 2. αυτός με τον οποίο διαβιβάζεται σύσταση, καλή πληροφορία ή παράκληση για κάποιον («εἰ μὴ χρῄζομεν ὥς τινες συστατικῶν ἐπιστολῶν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 3. αυτός που έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 40τρόμος — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… …

    Dictionary of Greek