ἐν-στᾰτικός

  • 21estático — (Del gr. statikos, del equilibrio de los cuerpos.) ► adjetivo 1 FÍSICA Que tiene relación con la estática. 2 Que no se mueve, cambia o evoluciona: ■ pidió a la modelo que permaneciese estática. SINÓNIMO inmóvil ANTÓNIMO dinámico 3 Que se queda… …

    Enciclopedia Universal

  • 22-τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων …

    Dictionary of Greek

  • 23αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 24αεροστατική — Κλάδος της φυσικής που μελετά τις μηχανικές ιδιότητες των αερίων, όταν βρίσκονται σε κατάσταση ισορροπίας. Η α. ερευνά επίσης τις συνθήκες ισορροπίας των στερεών σωμάτων, που ηρεμούν στον αέρα, υπό την επίδραση του βάρους τους και της άνωσης που… …

    Dictionary of Greek

  • 25αιμοστατικός — ή, ό (Α αἱμοστατικός, ή, ὸν) Ιατρ. κάθε μέσο ή ενέργεια που εφαρμόζεται για το σταμάτημα μιας αιμορραγίας, π.χ. αιμοστατικά φάρμακα, αιμοστατικές λαβίδες, αιμοστατική επίδεση (βλ. αιμόσταση). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + στατικὸς < στατὸς < ἵστημι …

    Dictionary of Greek

  • 26ακίδα — Μακρουλό, αιχμηρό κομμάτι ξύλου, με ινώδη μορφή. Ακιδωτού σχήματος ήταν το κάλυμμα που τοποθετούσαν παλαιότερα στο στήθος ενός πολεμικού αλόγου. Ακιδωτή επίσης είναι η αμυντική θωράκιση μιας κατηγορίας ζώων όπως ο σκαντζόχοιρος. Α. ονομάζεται και …

    Dictionary of Greek

  • 27ετεροστατικός — ή, ό (ηλεκτρ.) αυτός που ανήκει στη μέθοδο μετρήσεως ενός δυναμικού μέσω άλλου δυναμικού. επίρρ... ετεροστατικώς με ετεροστατική μέθοδο μετρήσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterostatic < hetero (πρβλ. ετερο *) + static (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 28ευστατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ευστατισμό 2. φρ. «ευστατική κίνηση» η μεταβολή τής στάθμης τού νερού τών ωκεανών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. eustatic < eu (πρβλ. ευ) + static (πρβλ. στατικός)] …

    Dictionary of Greek

  • 29ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …

    Dictionary of Greek

  • 30ιδιοστατικός — ή, ό φρ. «ιδιοστατική μέθοδος» μέθοδος χρησιμοποίησης τού ηλεκτρομέτρου η οποία δεν απαιτεί τη συνδρομή εξωτερικών ηλεκτρικών πηγών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. idiostatique < idio (πρβλ. ιδιο *) + statique (πρβλ. στατικός)] …

    Dictionary of Greek