ἐν-στᾰτικός
11στατικῇ — στατικός causing to stand fem dat sg (attic epic ionic) …
12στατική — στατικός causing to stand fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
13στατικήν — στατικός causing to stand fem acc sg (attic epic ionic) …
14στατικῶς — στατικός causing to stand adverbial …
15στατικώτερα — στατικός causing to stand neut nom/voc/acc comp pl …
16στατικώτεροι — στατικός causing to stand masc nom/voc comp pl …
17ηλεκτροστατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στατικό ηλεκτρισμό και στα φαινόμενά του, αυτός που βασίζεται στους νόμους τής ηλεκτροστατικής ή που παράγει στατικό ηλεκτρισμό («ηλεκτροστατική μηχανή») 2. το θηλ. ως ουσ. η ηλεκτροστατική τομέας τού… …
18φυματιοστατικός — ή, ό, Ν φρ. «φυματιοστατικά φάρμακα» ή, απλώς, «τα φυματιοστατικά» (φαρμ.) χημειοθεραπευτικά φάρμακα τα οποία χρησιμοποιούνται κατά τής φυματίωσης, επειδή αναστέλλουν τον πολλαπλασιασμό τών παθογόνων μικροβίων τής νόσου, χωρίς όμως να τά… …
19στατικωτέρα — στατικωτέρᾱ , στατικός causing to stand fem nom/voc/acc comp dual στατικωτέρᾱ , στατικός causing to stand fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …
20-stático — ► sufijo Componente de palabra procedente del gr. statikos, que significa estático: ■ hidrostático. * * * stático, a Elemento sufijo del gr. «statikós», que detiene: ‘hemostático’. * * * stático, ca. (Del gr. στατικός, estabilizador, que detiene) …