ἐν-ισχυρίζομαι
1ισχυρίζομαι — ισχυρίζομαι, ισχυρίστηκα βλ. πίν. 34 …
2ισχυρίζομαι — (ΑΜ ἰσχυρίζομαι) [ισχυρός] διατυπώνω κάτι και τό υποστηρίζω με επιμονή μσν. αρχ. ισχυροποιώ τη θέση μου, γίνομαι δυνατός αρχ. 1. δείχνω τη δύναμη μου σε κάποιον 2. (για αθλητές) αγωνίζομαι για κάτι 3. έχω πεποίθηση σε κάτι …
3ισχυρίζομαι — ισχυρίστηκα, υποστηρίζω, βεβαιώνω κάτι: Ισχυρίζομαι πως είμαι αθώος. – Ισχυρίστηκε πως είδε με τα μάτια του το δράστη του εγκλήματος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἰσχυρίζομαι — ἰσχῡρίζομαι , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres ind mp 1st sg …
5ἰσχυρίζεσθε — ἰ̱σχῡρίζεσθε , ἰσχυρίζομαι make oneself strong imperf ind mp 2nd pl ἰσχῡρίζεσθε , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres imperat mp 2nd pl ἰσχῡρίζεσθε , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres ind mp 2nd pl ἰσχῡρίζεσθε , ἰσχυρίζομαι make oneself… …
6ἰσχυριζόμεθα — ἰ̱σχῡριζόμεθα , ἰσχυρίζομαι make oneself strong imperf ind mp 1st pl ἰσχῡριζόμεθα , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres ind mp 1st pl ἰσχῡριζόμεθα , ἰσχυρίζομαι make oneself strong imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …
7ἰσχυρίζηι — ἰσχῡρίζῃ , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres subj mp 2nd sg ἰσχῡρίζῃ , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres ind mp 2nd sg ἰσχῡρίζῃ , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres subj act 3rd sg …
8ἰσχυρίζου — ἰ̱σχῡρίζου , ἰσχυρίζομαι make oneself strong imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) ἰσχῡρίζου , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἰσχῡρίζου , ἰσχυρίζομαι make oneself strong imperf ind mp 2nd sg (attic… …
9ἰσχυρίζῃ — ἰσχῡρίζῃ , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres subj mp 2nd sg ἰσχῡρίζῃ , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres ind mp 2nd sg ἰσχῡρίζῃ , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres subj act 3rd sg …
10ισχυριείω — ἰσχυριείω (Α) επιθυμώ να ισχυριστώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό ρ. τού τ. ἰσχυρίζομαι: ἰσχυρι είω < ἰσχυριοῦμαι, μέλλ. τού ἰσχυρίζομαι] …