ἐν-ιδρύω
1ιδρύω — ιδρύω, ίδρυσα βλ. πίν. 5 …
2ιδρύω — (ΑΜ ἱδρύω) (ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.) νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ («ιδρύω πολιτικό κόμμα») αρχ. 1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε… …
3ἱδρύω — ἱδρύ̱ω , ἱδρύω make to sit down pres subj act 1st sg ἱδρύ̱ω , ἱδρύω make to sit down pres ind act 1st sg …
4ιδρύω — ίδρυσα, ιδρύθηκα, ιδρυμένος 1. ανεγείρω, οικοδομώ: Μετά τον πόλεμο ιδρύθηκαν πολλά σχολεία. 2. συγκρατώ, δημιουργώ: Οι νέοι του χωριού μας ίδρυσαν μορφωτικό σύλλογο. – Το κράτος του Ισραήλ ιδρύθηκε μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἱδρυνθέντα — ἱδρύω make to sit down aor part pass neut nom/voc/acc pl ἱδρύω make to sit down aor part pass masc acc sg …
6επανιδρύω — ιδρύω ξανά, στήνω πάλι, ξαναχτίζω, αναστηλώνω, επανασυνιστώ …
7ἱδρυνθεῖσα — ἱδρύω make to sit down aor part pass fem nom/voc sg …
8ἱδρυνθεῖσαν — ἱδρύω make to sit down aor part pass fem acc sg …
9ἱδρυνθείη — ἱδρύω make to sit down aor opt pass 3rd sg …
10ἱδρυνθείς — ἱδρύω make to sit down aor part pass masc nom/voc sg …