ἐν-δελεχής

  • 1δολιχός — δολιχός, ή, όν (AM) 1. μακρύς, επιμήκης 2. αυτός που διαρκεί πολύ χρόνο, μακροχρόνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος ΙΕ τ. με σημασία «μακρύς», που εμφανίζει δισύλλαβη ρίζα *doligh και συνδέεται τόσο με μονοσύλλαβα όσο και με δισύλλαβα μορφήματα άλλων γλωσσών …

    Dictionary of Greek