ἐν-δέξιος
1δεξιός — on the right hand masc nom sg …
2δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …
3δέξιος — α, ο ο δεξιός, ο επιδέξιος, ο επιτήδειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός, ο αναβιβασμός τού τόνου πιθ. από επίδραση τού επιδέξιος) …
4δεξιός — ά, ό επίρρ. ά 1. ο αντίθετος του αριστερού από πλευρά θέσης: Ακρωτηριάστηκε στο δεξί του χέρι. 2. δεξιόχειρας. 3. ο οπαδός συντηρητικών πολιτικών αρχών και ιδεών: Οι δεξιοί κέρδισαν πολλές νομαρχίες της χώρας στις εκλογές. 4. το θηλ. ως ουσ., η… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5δέξιος — δέξις reception fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …
6Αλεται ὸφϑαλμός μευ ό δεξίος. — См. Правый глаз чешется к смеху …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7δεξιώτερον — δεξιός on the right hand adverbial comp δεξιός on the right hand masc acc comp sg δεξιός on the right hand neut nom/voc/acc comp sg …
8δεξιωτέραις — δεξιός on the right hand fem dat comp pl δεξιωτέρᾱͅς , δεξιός on the right hand fem dat comp pl (attic) …
9δεξιωτέρων — δεξιός on the right hand fem gen comp pl δεξιός on the right hand masc/neut gen comp pl …
10δεξιόν — δεξιός on the right hand masc acc sg δεξιός on the right hand neut nom/voc/acc sg …