ἐν-αύω
31ξυνεπαύετο — σύν , ἐπί αὔω 1 get a light imperf ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) σύν , ἐπί αὔω 1 get a light imperf ind mp 3rd sg (doric) σύν , ἐπί αὔω 1 get a light imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) σύν ἐπαύω shout over… …
32προσαύσῃ — προσαύ̱σῃ , πρόσ αὔω 2 cry out aor subj mid 2nd sg προσαύ̱σῃ , πρόσ αὔω 2 cry out aor subj act 3rd sg προσαύ̱σῃ , πρόσ αὔω 2 cry out fut ind mid 2nd sg …
33ἀνανεπαύετο — ἀνά , ἀνά , ἐπί αὔω 1 get a light imperf ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἀνά , ἀνά , ἐπί αὔω 1 get a light imperf ind mp 3rd sg (doric) ἀνά , ἀνά , ἐπί αὔω 1 get a light imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) ἀνά ,… …
34ἀντανεπαύοντο — ἀντί , ἀνά , ἐπί αὔω 1 get a light imperf ind mp 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἀντί , ἀνά , ἐπί αὔω 1 get a light imperf ind mp 3rd pl (doric) ἀντί , ἀνά , ἐπί αὔω 1 get a light imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) ἀντί …
35выть — I ж. участок земли, часть общинной земли , яросл., симб., луговой участок на время сенокоса , далее, время от завтрака до обеда и от обеда до ужина ; см. Филин 48 и сл., 126 и сл.; др. русск. выть земельный участок, доля (XV – XVI вв.); см. Ягич …
36αυσταλέος — αὐσταλέος και ἀϋσταλέος, α, ον (Α) 1. ξερός, στεγνός, ηλιοκαμένος 2. διψασμένος, διψαλέος 3. ναρκωμένος, ξερός από φόβο 4. ξεραμένος, μαραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αυστ (πιθ. του ρηματικού επιθ. *αυστός του αὔω ή αὕω «ξεραίνω, στεγνώνω») +… …
37αυστηρός — ή, ό (AM αὐστηρός, ά, όν) 1. σκληρός, τραχύς, ανεπιεικής 2. σοβαρός, αξιοπρεπής, εγκρατής 3. (για ύφος κειμένων) λιτός, απέριττος, χωρίς στολίδια 4. (για τη γεύση) πικρός, οξύς, στυφός νεοελλ. σκληρός, πιεστικός, επαχθής αρχ. 1. (μτφ. για… …
38υφαύω — Α πιθ. βάζω φωτιά κάτω από κάτι, ὑφάπτω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + αὔω / αὕω «ανάβω»] …
39.αύει — αὕει , αὔω 1 get a light pres ind mp 2nd sg (attic) αὕει , αὔω 1 get a light pres ind act 3rd sg (attic) …
40αὔοι — αὔοῑ , αὔω 1 get a light pres opt act 3rd sg αὔοῑ , αὔω 2 cry out pres opt act 3rd sg αὔοῑ , αὔως fem voc sg (aeolic) αὔοϊ , αὔως fem dat sg (epic aeolic) αὔοῑ , αὔως fem dat sg (aeolic) αὔως fem dat sg (aeolic) …