ἐν-απογράφομαι
1απογράφομαι — απογράφομαι, απογράφ(τ)ηκα, απογραμμένος βλ. πίν. 122 …
2ἀπογράφομαι — ἀπογράφω write off pres ind mp 1st sg …
3απογράφω — (AM ἀπογράφω) καταγράφω, καταχωρίζω σε κατάλογο, κάνω απογραφή αρχ. Ι. 1. καταθέτω έγγραφη καταγγελία εναντίον κάποιου 2. παραδίδω κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων κάποιου πολίτη 3. αναγνωρίζω εγγράφως τα περιουσιακά μου στοιχεία ΙΙ. (μέσ.,… …
4προαπογράφομαι — Α 1. περιγράφω κάτι προηγουμένως («τὰς βορειοτέρας προαπογραφόμενοι τῶν χωρῶν», Πτολ.) 2. καταγράφομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπογράφομαι «εγγράφομαι, καταγράφομαι»] …
5πρωταπογράφομαι — Α εγγράφομαι σε κατάλογο για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἀπογράφομαι] …