ἐν-αμβλύνω
1αμβλύνω — αμβλύνω, άμβλυνα βλ. πίν. 48 …
2ἀμβλυνῶ — ἀμβλύνω blunt fut ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …
3ἀμβλύνω — ἀ̱μβλύ̱νω , ἀμβλύνω blunt aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀμβλύ̱νω , ἀμβλύνω blunt aor subj act 1st sg ἀμβλύ̱νω , ἀμβλύνω blunt pres subj act 1st sg ἀμβλύ̱νω , ἀμβλύνω blunt pres ind act 1st sg ἀμβλύ̱νω , ἀμβλύνω blunt aor ind mid 2nd sg… …
4αμβλύνω — (Α ἀμβλύνω) Ι. ενεργ. 1. κάνω κάτι αμβλύ, στομώνω την κόψη ή την αιχμή του 2. ελαττώνω την οξύτητα, μετριάζω, εξασθενίζω ΙΙ παθ. 1. γίνομαι αμβλύς, χάνω την οξύτητα μου 2. εξασθενώ, μετριάζομαι αρχ. Ι ενεργ. (για το κρασί) ελαττώνω τη δύναμή του …
5αμβλύνω — υνα, ύνθηκα, υμμένος 1. στομώνω την κόψη ή την αιχμή κάποιου πράγματος: Η κόψη των μαχαιριών μας άμβλυνε και θέλουν ακόνισμα. 2. μειώνω την οξύτητα, εξασθενίζω: Το πέρασμα του καιρού άμβλυνε κάπως τον πόνο του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6ἤμβλυνται — ἀμβλύνω blunt perf ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀμβλύνω blunt perf ind mp 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἀμβλύνω blunt perf ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) …
7ἀμβλυνεῖ — ἀμβλύνω blunt fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀμβλύνω blunt fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) …
8ἀμβλυνουσῶν — ἀμβλύνω blunt fut part act fem gen pl (attic epic doric) ἀμβλῡνουσῶν , ἀμβλύνω blunt pres part act fem gen pl (attic epic doric ionic) …
9ἀμβλυνούσης — ἀμβλύνω blunt fut part act fem gen sg (attic epic) ἀμβλῡνούσης , ἀμβλύνω blunt pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …
10ἀμβλῦνον — ἀμβλύνω blunt pres part act masc voc sg ἀμβλύνω blunt pres part act neut nom/voc/acc sg …