ἐν-αμβλύνω
71παραμβλύνω — Α αμβλύνω, στομώνω σιγά σιγά …
72προδιαλύω — Α 1. διαλύω ή διασπώ κάτι από πριν («προδιαλελυκότες τὰς τάξεις τῶν Λακεδαιμονίων», Πολ.) 2. χαλαρώνω προηγουμένως 3. αναλύω προηγουμένως 4. μετριάζω, μειώνω, αμβλύνω κάτι προηγουμένως 5. ανασκευάζω προκαταβολικά …
73στομώνω — στομῶ, όω, ΝΜΑ [στόμα] βυθίζω πυρακτωμένο εργαλείο από σίδηρο σε νερό για να γίνει ανθεκτικότερο ή καλύπτω τις ακμές του με χάλυβα, κν. βάφω (α. «στομώνω την αξίνα» β. «ἔγχος ἐστομωμένον», επιγρ.) νεοελλ. 1. (αμτβ.) γίνομαι αμβλύτερος, λιγότερο… …
74υπομαλάσσω — και αττ. τ. ὑπομαλάττω, ΜΑ [μαλάσσω] μσν. μτφ. αμβλύνω την τραχύτητα ή τον πόνο που προξενεί ένα πράγμα («ὑπομαλάττει τὸ τῆς τυραννίδος ἀτίθασον», Θεοφύλ. Σ.)·|| αρχ. 1. μαλάσσω ελαφρώς, κάπως («ὑπεμάλαττον [τὸ φύλλον] τοῑς δακτύλοις», Αρισταίν.) …
75ՆՈՒԱՂԵՄ — (եցի.) NBH 2 0449 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c չ. Տ. ՆՈՒԱՂԻՄ: ն. ՆՈՒԱՂԵՄ, եցի. ն. ՆՈՒԱՂԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. ἁμυδρόω, ἁμαυρόω, ἁμβλύνω, ἁσθενόω obscuro, hebeto, debilito. Նուաղ կացուցանել. աղօտացուցանել. շլացուցանել. բլշակնել.… …
76ՆՈՒԱՂԵՑՈՒՑԱՆԵՄ — ( ) NBH 2 0449 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c ՆՈՒԱՂԵՄ, եցի. ն. ՆՈՒԱՂԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. ἁμυδρόω, ἁμαυρόω , ἁμβλύνω, ἁσθενόω obscuro, hebeto, debilito. Նուաղ կացուցանել. աղօտացուցանել. շլացուցանել. բլշակնել. տկարացուցանել.… …
77στομώνω — στόμωσα, στομωμένος, αμβλύνω την κόψη: Στόμωσες το μαχαίρι καθώς το χτύπησες πάνω στην πέτρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
78ἀμβλυνομένη — ἀμβλῡνομένη , ἀμβλύνω blunt pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
79ἀμβλυνομένην — ἀμβλῡνομένην , ἀμβλύνω blunt pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …
80ἀμβλυνομένης — ἀμβλῡνομένης , ἀμβλύνω blunt pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …