ἐν-αμβλύνω

  • 61αμενηνώ — ἀμενηνῶ ( όω) (Α) [ἀμενηνός] εξασθενίζω, αμβλύνω την ορμή ή τη δύναμη κάποιου …

    Dictionary of Greek

  • 62ανασβέννυμι — ἀνασβέννυμι (Α) σβήνω, αφανίζω, αμβλύνω …

    Dictionary of Greek

  • 63αποστομίζω — ἀποστομίζω (AM) αποστομώνω κάποιον, τον αναγκάζω να σωπάσει αρχ. αμβλύνω την κόψη μαχαιριού ή όπλου …

    Dictionary of Greek

  • 64αποστομώνω — (Α ἀποστομῶ, όω) κλείνω το στόμα κάποιου, τον κάνω να σωπάσει αρχ. 1. αποφράσσω 2. αμβλύνω την άκρη αιχμηρού αντικειμένου …

    Dictionary of Greek

  • 65εξαμβλύνω — (AM ἐξαμβλύνω) [αμβλύνω] καθιστώ κάτι αμβλύ, τού λειαίνω τις άκρες νεοελλ. ελαττώνω την ένταση, μετριάζω ||αρχ. (για δικαστές) καθιστώ κάποιον εξαιρετικά επιεική …

    Dictionary of Greek

  • 66επιθρύπτω — ἐπιθρύπτω (Α) 1. (μτβτ.) παραλύω, αμβλύνω, εξασθενίζω κάτι 2. μέσ. ἐκθρύπτομαι εκθηλύνομαι 3. παθ. κάνω νάζια, τσακίσματα 3. σπάζω, συντρίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θρύπτω «θραύω, συντρίβω»] …

    Dictionary of Greek

  • 67λειαίνω — (Α λειαίνω και λεαίνω) [λείος] 1. κάνω κάτι λείο με ξύσιμο ή τρίψιμο, γυαλίζω, στιλβώνω («πᾱν δ εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ομαλό, εξομαλύνω («λείηναν δὲ χορόν», Ομ. Οδ.) 3. μτφ. μετριάζω, αμβλύνω, απαλύνω αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 68μετριάζω — (I) (ΑΜ μετριάζω, Μ και μιτριάζω και μιτριγιάζω) 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι μέτριο, κρατώ κάτι μέσα στα όρια τού μέτρου, μειώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση, περιστέλλω, περιορίζω (α. «μετριάζω την ταχύτητα» β. «οὐκ ἂν ποτ ᾠήθησαν ὅρκοις …

    Dictionary of Greek

  • 69νεκρώνω — (ΑΜ νεκρῶ, όω, Μ και νεκρώνω) [νεκρός] 1. επιφέρω παύση τών λειτουργιών τής ζωής, προκαλώ θάνατο, θανατώνω («οὐ κατενόησε τὸ ἑαυτοῡ σῶμα ἤδη νενεκρωμένον», ΚΔ) 2. αμβλύνω τις αισθήσεις, παραλύω, ναρκώνω, απονεκρώνω («νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ …

    Dictionary of Greek

  • 70ομαλίζω — (ΑΜ ὁμαλίζω) [ομαλός] 1. καθιστώ κάτι ομαλό, επίπεδο, ισοπεδώνω, εξομαλύνω («κινεῑν καὶ ὁμαλίζειν τὴν γῆν», Θεόφρ.) 2. εξομοιώνω, εξισώνω («μᾱλλον δεῑ τὰς ἐπιθυμίας ὁμαλίζειν ἤ τὰς οὐσίας», Αριστοτ.) μσν. δίνω λύση σε προβληματική κατάσταση αρχ.… …

    Dictionary of Greek