ἐν-αμβλύνω

  • 51ἤμβλυκεν — ἤμβλῡκεν , ἀμβλύνω blunt plup ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἤμβλῡκεν , ἀμβλύνω blunt perf ind act 3rd sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 52ἤμβλυνε — ἤμβλῡνε , ἀμβλύνω blunt aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἤμβλῡνε , ἀμβλύνω blunt imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 53ἤμβλυνεν — ἤμβλῡνεν , ἀμβλύνω blunt aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἤμβλῡνεν , ἀμβλύνω blunt imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 54ἤμβλυνον — ἤμβλῡνον , ἀμβλύνω blunt imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) ἤμβλῡνον , ἀμβλύνω blunt imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 55άμβλυνση — η (Α ἄμβλυνσις) [ἀμβλύνω] το να γίνεται κάτι αμβλύ, μετριασμός, ελάττωση ή απώλεια τής οξύτητας, τής αιχμηρότητάς του, στόμωμα νεοελλ. μείωση της οξύτητας τών παθών, μετριασμός, κατευνασμός, μαλάκωμα …

    Dictionary of Greek

  • 56αμάνδαλος — ἀμάνδαλος, ον (Α) αφανής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀμαλδύνω «μαλακώνω, αμβλύνω», και προήλθε από *ἀμάλδαλος (< ἀμαλδύνω) με ανομοίωση. ΠΑΡ. αρχ. ἀμανδαλῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 57αμαυρώνω — (Α ἀμαυρῶ όω) αφαιρώ τη λάμψη, την αίγλη, τη δόξα, κηλιδώνω, σπιλώνω αρχ. 1. κάνω κάτι σκοτεινό, αμυδρό, ασαφές 2. εξασθενίζω, αμβλύνω, ελαττώνω, μειώνω, εξαλείφω 3. καταστρέφω, εξαφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιθ. ἀμαυρός. ΠΑΡ. αμαύρωμα, αμαύρωση,… …

    Dictionary of Greek

  • 58αμβλυντικός — ή, ό (Α ἀμβλυντικός, ή, όν) αυτός που μπορεί να αμβλύνει ή να αμβλυνθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλύνω + παραγ. κατάλ. τικός] …

    Dictionary of Greek

  • 59αμβλυώ — ἀμβλυῶ ( όω) (Α) [ἀμβλύς] αμβλύνω, κάνω κάτι αμβλύ …

    Dictionary of Greek

  • 60αμβλύς — εία, ύ (AM ἀμβλύς, εῑα, ύ) 1. ο μη οξύς, ο μη κοφτερός 2. ο μη ζωηρός, επομένως άτονος, αδύνατος, εξασθενημένος 3. (για γωνίες) η μεγαλύτερη τής ορθής, σε αντίθεση προς την οξεία 4. το θηλ. ως ουσ. η αμβλεία (ενν. γωνία) γωνία μεγαλύτερη τής… …

    Dictionary of Greek