ἐν ὀλιγωρίᾳ
1ὀλιγωρία — ὀλιγωρίᾱ , ὀλιγωρία an esteeming lightly fem nom/voc/acc dual ὀλιγωρίᾱ , ὀλιγωρία an esteeming lightly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ὀλιγωρίᾳ — ὀλιγωρίαι , ὀλιγωρία an esteeming lightly fem nom/voc pl ὀλιγωρίᾱͅ , ὀλιγωρία an esteeming lightly fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ολιγωρία — η (Α ὀλιγωρία, ιων. τ. ὀλιγωρίη) [ολίγωρος] αμέλεια, αδιαφορία, παραμέληση («τὰ πάντα σφι ὑπό τε ὕβριος καὶ ὀλιγωρίης ἀνάστατα ἦν», Ηρόδ.) αρχ. περιφρόνηση, καταφρόνηση («τὴν μὲν γὰρ εἰς τὰ χρήματα ὀλιγωρίαν οἱ φιλοχρήματοι φέρουσι βαρέως»,… …
4ολιγωρία — η αμέλεια, αδιαφορία, αφροντισιά: Η ολιγωρία φέρνει πολλές φορές τη συμφορά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ὀλιγωρίας — ὀλιγωρίᾱς , ὀλιγωρία an esteeming lightly fem acc pl ὀλιγωρίᾱς , ὀλιγωρία an esteeming lightly fem gen sg (attic doric aeolic) …
6ὀλιγωρίαι — ὀλιγωρία an esteeming lightly fem nom/voc pl ὀλιγωρίᾱͅ , ὀλιγωρία an esteeming lightly fem dat sg (attic doric aeolic) …
7ὀλιγωρίαν — ὀλιγωρίᾱν , ὀλιγωρία an esteeming lightly fem acc sg (attic doric aeolic) …
8ὀλιγωρίαις — ὀλιγωρία an esteeming lightly fem dat pl …
9ὀλιγωρίη — ὀλιγωρία an esteeming lightly fem nom/voc sg (epic ionic) …
10ὀλιγωρίην — ὀλιγωρία an esteeming lightly fem acc sg (epic ionic) …