ἐν ἐμαυτοῦ
1ἐμαυτοῦ — of me masc/neut gen sg …
2εμαυτού — ής (AM ἐμαυτοῡ, ῆς Α και ἐμεωυτοῡ και ἐμωυτοῡ, ῆς) αυτοπαθής αντωνυμία α εν. προσώπου, μόνο στις πλάγιες πτώσεις («εμένα τού ίδιου, τού ίδιου τού εαυτού μου»). νεοελλ. φρ. 1. «ομιλώ κατ εμαυτόν» μονολογώ 2. «διαθέτω κατά βούληση τα εμαυτού» τα… …
3Ἐν τοῖς ἐμαυτοῦ δικτύας ἀλώσομαι. — См. Сети …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4'μαυτοῦ — ἐμαυτοῦ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg …
5κἀμαυτοῦ — ἐμαυτοῦ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg …
6τοὐμαυτοῦ — ἐμαυτοῦ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg …
7τἀμαυτοῦ — ἐμαυτοῦ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg …
8τἠμαυτοῦ — ἐμαυτοῦ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg …
9ἐμαυτῶν — ἐμαυτοῦ of me fem gen pl ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen pl …
10ἐμαυτόν — ἐμαυτοῦ of me masc acc sg ἐμαυτοῦ of me neut acc sg …