ἐν ἄντλῳ τιϑέναι

  • 1άντλος — ἄντλος, ο κ. ἄντλον, το (Α) 1. αμπάρι πλοίου 2. το ακάθαρτο νερό που συρρέει στο εσωτερικό του πλοίου 3. μτφ. συσσώρευση δεινών, δυσχερειών 4. η θάλασσα 5. φρ. «ἐν ἄντλῳ τιθέναι» ρίχνω στη θάλασσα, εξαφανίζω 6. κάδος, κουβάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ο τ.… …

    Dictionary of Greek