ἐν ἄγεϊ

  • 21εσπέρα — η (AM ἑσπέρα, Α ιων. τ. ἑσπέρη) 1. (ενν. ώρα) το τέλος τής ημέρας, το χρονικό διάστημα από τη δύση τού ηλίου μέχρι να επικρατήσει το νυχτερινό σκοτάδι (ή και ακόμη περισσότερο) 2. (ενν. χώρα) το δυτικό μέρος τού ορίζοντα, η δύση μσν. νεοελλ. φρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 22ευθύωρος — εὐθύωρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ευθεία κατεύθυνση 2. (το ουδ. ως επίρρ.) εὐθύωρον α) ευθύς, αμέσως («εὐθύωρον θνῄσκει», Προκ.) β) σε ευθεία διεύθυνση («ἄγει δὲ αὐτὸς εὐθύωρον ἐπὶ τὴν κοίτην τοῡ δράκοντος πνεῡμα θεῑον», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 23θεοστύγητος — θεοστύγητος, ον (Α) θεοοτυγής («θεοστυγήτῳ δ ἄγει», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + στυγώ «μισώ» (< στύγος «μίσος»)] …

    Dictionary of Greek

  • 24λήθη — Ονομασία, στην αρχαιοελληνική μυθολογία, ενός από τους ποταμούς του Άδη. Από εκεί έπιναν νερό οι ψυχές των νεκρών για να ξεχάσουν την προηγούμενη ζωή τους. Ο Αριστοφάνης ονομάζει έτσι και μια πεδιάδα του Άδη, ενώ την ίδια ονομασία έφερε και μια… …

    Dictionary of Greek

  • 25οθεύει — ὀθεύει (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄγει, φροντίζει». [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. όθομαι] …

    Dictionary of Greek

  • 26πομπεία — ἡ, Α [πομπεύω] 1. το να άγει, να συνοδεύει κανείς πομπή 2. πανηγυρική, θρησκευτική πομπή, συνοδεία, λιτανεία 3. στον πληθ. αἱ πομπεῑαι δηκτικά και χυδαία πειράγματα, βωμολοχίες και χλευασμοί που αντάλλασσαν μεταξύ τους οι άντρες που έπαιρναν… …

    Dictionary of Greek

  • 27συνεξόζω — Α αναδίδω οσμή επί πλέον («ἔνια δὲ καὶ εἰς οὔρησιν ἄγει, συνεξόζειν ποιοῡντα αὐτά», Θεοφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξόζω «μυρίζω, αναδίδω οσμή»] …

    Dictionary of Greek

  • 28τευχηστής — ὁ, Α τευχηστήρ* («χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἐδεῑν ἄγει γυνή τις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τευχεσ τού τεῦχος + επίθημα τής*, κατά τα ὀρχηστής, ὠμηστής] …

    Dictionary of Greek

  • 29ως — (I) ΜΑ βλ. ως. (II) ΜΑ βλ. ώς. (III) Α πρόθ. προς («ὡς αἰεὶ τὸν ὅμοιον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὅμοιον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.]. (IV) ὡς, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὥ Α 1. επίρρ. α) (αναφ.) καθώς, όπως (α. «ως συνήθως, άργησε πάλι» β. «κινήθη δ ἀγορὴ …

    Dictionary of Greek

  • 30όθομαι — ὄθομαι (Α) μεριμνώ για κάτι ή για κάποιον, προσέχω, φροντίζω ή υπολογίζω κάποιον («σέθεν οὐκ ἀλεγίζω οὐδ ὄθομαι κοτέοντος» δεν σέ υπολογίζω ούτε ενδιαφέρομαι για την οργή σου, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πολλοί, επικαλούμενοι την ερμηνεία …

    Dictionary of Greek