ἐν ἀριϑμῷ εἶναι

  • 11επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ …

    Dictionary of Greek

  • 12αναρίθμητος — η, ο (Α ἀναρίθμητος, ον) [αριθμώ] αυτός που δεν μπορεί να αριθμηθεί, αμέτρητος, ανυπολόγιστος, πολύς αρχ. αυτός που δεν είναι άξιος υπολογισμού, ο ασήμαντος …

    Dictionary of Greek

  • 13αριθμητός — ή, ό (AM ἀριθμητός, ή, όν και δωρ. τ. ἀριθματός) [αριθμώ] αυτός που είναι δυνατόν να αριθμηθεί, να υπολογιστεί …

    Dictionary of Greek

  • 14ευαρίθμητος — η, ο (Α εὐαρίθμητος, ον) 1. αυτός που αριθμείται εύκολα 2. ο ολιγάριθμος, αυτός που είναι μικρός κατά τον αριθμό («τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αριθμητός (< αριθμώ)] …

    Dictionary of Greek

  • 15ευλόγιστος — εὐλόγιστος, ον (Α) 1. αυτός που υπολογίζεται, που λογαριάζεται εύκολα 2. (για αριθμούς) α) απλός («ἐν ἀριθμοῑς εὐλογίστοις», Αριστοτ.) β) και σε αντίθεση με το περιττός («ἐν ἀριθμῷ... ἤ ἐν εὐλογίστῳ ἤ ἐν περιττῷ», Αριστοτ.) 3. αυτός που έχει… …

    Dictionary of Greek